- σκέπασμα
- το1. κάλυψη: Άρχισε το σκέπασμα του σπιτιού.2. κάλυμμα: Του έριξε πολλά σκεπάσματα για να ζεσταθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκέπασμα — a covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek
σκεπασμάτων — σκέπασμα a covering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσμασι — σκέπασμα a covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσμασιν — σκέπασμα a covering neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματα — σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματι — σκέπασμα a covering neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπάσματος — σκέπασμα a covering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek